- δικλίδα
- και δικλείδα, η (Α δικλίς)νεοελλ.1. βαλβίδα, γλωττίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρού ή αερίου μόνο προς μία κατεύθυνση2. ναυτ. τα δύο φύλλα τής κανονιοθυρίδας, το δίφυλλο πορτέλο τής μπουκαπόρτας3. φρ. «ασφαλιστική δικλίδα» ή «δικλίδα ασφαλείας»α) βαλβίδα που λειτουργεί αυτόματα σε ατμολέβητες για να αποφευχθεί έκρηξηβ) τρόπος κατευνασμού αναταραχής ή αποφυγής κινδύνωναρχ.1. φρ. «δικλίδες θύραι, πύλαι, σανίδες κ.λπ.» — θύρες με δύο φύλλα2. ως ουσ. αἱ δικλίδες και ἡ δικλίςδίφυλλη πόρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. με σχηματισμό ανάλογο προς τα θηλυκά σε -ίς, -ίδος- ως α' συνθετικό εμφανίζεται τ. δι- (βλ. λ. δίς) «δύο φορές» και β' συνθετικό θ. κλι- που απαντά στα κλί-νω, κλί-σις. Η λ. είναι εύχρηστη στον πληθυντικό αριθμό, ενώ από την ελληνιστική περίοδο χρησιμοποιείται σπανίως και ο ενικόςο δε τ. δικλείδα είναι εσφαλμένη γραφή τού δικλίδα από παρετυμολογική σύνδεση για το κλεις, κλειδός (< κλείω) «κλειδί»].
Dictionary of Greek. 2013.